ΤΑ ΣΤΕΦΑΝΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΑΓΚΑΔΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

 

Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Η διαδικασία του στεφανώματος, που πάντα γινόταν Κυριακή, ξεκινούσε από την προηγούμενη  Πέμπτη με τα «κουβαλίδια» και το «κρεβάτι».

Από το πατρικό της νύφης, την Πέμπτη, ξεσήκωναν όλα της τα προικιά, ρούχα, έπιπλα, τεντζερέδια και κατσαρολικά, χαλκώματα και πήλινα όσα  από τη γέννησή της άρχιζε να τα μαζεύει η καλή της μάνα για τούτη την ώρα.

Μεταξωτά, πορσελάνες, ελεφαντόδοντα, κινέζικα μπιμπελό, φερμένα απ’ τα πέρατα της γης κι από χώρες μακρινές κι εξωτικές, απ’ όπου οι πατεράδες και τ’ αδέλφια  τα κουβαλούσαν απ’ τα ταξίδια τους, μ’ αγάπη και στοργή.

Πλεκτά, κεντήματα, κοπανέλια κι ατραντέδες,  όσα σε βεγγέρες και σε νυχτέρια, με τέχνη περισσή με  λαχτάρα και με  μεράκι τα είχαν φτιάξει οι κοπέλες με τα χεράκια τους.

Σεντόνια, παπλώματα, κουβέρτες, χαλιά, κουρελούδες, χράμια και κιλίμια, υφασμένα και πλουμισμένα στα μοναστήρια, όπου οι καλόγριες κεντήστρες και υφάντρες τα είχανε ομορφοϋφάνει.

Όλα πολλά, διαλεχτά και περίτεχνα στολισμένα και με τέτοιο τρόπο τακτοποιημένα μέσα σε πανέρια και κοφίνια, απάνω σε ταβλάδες, λαμαρίνες και πινακωτές, ώστε να φαίνονται και να ξεχωρίζουν, για να τα δει και να τα καμαρώσει όλος ο κόσμος, καθώς τα περνούσαν μέσ’ απ’ όλο το χωριό, σηκώνοντάς τα στα χέρια οι φίλοι κι οι συγγενείς της νύφης, για να ’χουν πια να το λένε πόσο καλοπροικισμένη πήγε στον άντρα της!

Στη Λαγκάδα, η νύφη έπαιρνε προίκα όλα της να νοικοκυριά, μα ο γαμπρός έπρεπε να ’χει έτοιμο το σπίτι όπου θα πήγαινε τη γυναίκα του, αρχόντισσα και βασίλισσα.

Κι εδώ που τα λέμε, αυτό είναι και το σωστό.  Ο άντρας πρέπει να ’ναι ο προμηθευτής και να κατέχει, για να σου δώσει τη σιγουριά πως θα ’ναι άξιος να θρέψει και να εξασφαλίσει τα παιδιά σου κι όχι να περιμένει από την προίκα να γίνει νοικοκύρης.

Γιατί είναι μεγάλο σφάλμα- που αν το κάνει μια γυναίκα το ακριβοπληρώνει μετά- να προσφέρει  τον εαυτό της σαν λίκνο και τροφό σε ανάξιο σπόρο και να τον καταξιώνει, χωρίς, εκ των προτέρων, να γυρεύει εξασφάλιση κι εγγύηση για τις γενιές που θα ‘ρθουν  στον κόσμο κι ακούσια θα σηκώσουν το μέλλον.

Πρέπει λοιπόν οι προϋποθέσεις  κι οι βάσεις  του γάμου να ’ναι γερές και σωστές για ν’ αντέξουν στους κλυδωνισμούς της ζωής μ’ επιτυχία.

Όχι πως οι γυναίκες δεν είναι άξιες να στηρίξουν μια οικογένεια. Κάθε άλλο.

Άλλωστε, τούτο το ’χουν αποδείξει –τουλάχιστον στο νησί μας- οι περισσότερες μανάδες, που μένουν ακοίμητοι φρουροί και διαφεντεύουν τα σπιτικά τους, όταν οι άντρες τους, υποχρεωμένοι  από το επάγγελμά τους να ξενιτεύονται και να λείπουν μήνες και χρόνια, φεύγουν κι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, αφήνοντας το τιμόνι του σπιτιού στα ικανά χέρια των γυναικών τους.

Κι άλλες π’ απομείνανε χήρες με μωρά κι άλλες που εγκαταλείφθηκαν άσπλαχνα από άστοργους κι ανεύθυνους συζύγους –γιατί συμβαίνουν κι αυτά, αν και σπάνια, στην κοινωνία του τόπου μας- κι άλλες, που μέσ’ την προσφυγιά και την ορφάνια, κράτησαν τις φαμελιές τους ολόρθες και σαν καλοί καπεταναίοι κουμαντάρισαν σωστά κι έβγαλαν ανθρώπους άξιους στη ζωή και στην ανθρωπότητα.

Όλο το χωριό λοιπόν στο πόδι απ’ άκρη σ’ άκρη!

Όργανα, τραγούδια, παράθυρα, πόρτες ολάνοιχτες, κεράσματα, τραταρίσματα και ροδοπέταλα ανακατεμένα με ρύζια και κουφέτα να πέφτουν απ’ τα μπαλκόνια, τα δώματα και τις ταράτσες, να ραίνουν τα καλορίζικα.

Κι αφού αργά το βράδυ όλα είχαν πια κουβαληθεί και τακτοποιηθεί  στο καινούριο σπιτικό και το χωριό είχε χορτάσει θέαμα κι έξαψη τόση που θα ’χει καιρό να θυμάται και να κουσκουσεύει, τότε άρχιζαν τα σχέδια κι ο προγραμματισμός για τα μαγειρέματα και τις προετοιμασίες του τραπεζιού του γάμου, γιατί ο χρόνος βίαζε.

Αρχίζανε λοιπόν να ζυμώνουνε και να φουρνίζουνε ψωμιά, πίτες και γλυκά τόσα, ώστε όλοι οι φούρνοι  του χωριού να καπνίζουνε ασταμάτητα!

Τηγανίζανε τόσα κεφτεδάκια, αυγοκαλάμαρα, πατατοκεφτέδες, συκωταριές και μαριδάκια, που γέμιζαν τα σκαφίδια του ζυμώματος με δαύτα!

Άσε πια που τα κοκόρια στις γειτονιές περνούσαν όλα από το μαχαίρι έτσι που την άλλη μέρα του γάμου, αργούσαν να σηκωθούνε οι καλονοικοκυράδες, μιας και κόκορας δεν είχε απομείνει ούτε για δείγμα για να τις ξυπνήσει!

Οι υπηρεσίες των catering βλέπεις, εφευρέθηκαν πολύ αργότερα κι έτσι όλα όσα καλά και μπερικέτια έπρεπε να ’ναι πάνω στα τραπέζια της γαμήλιας φιέστας, περνούσαν από τα χεράκια των γυναικών, που δούλευαν αναψοκοκκινισμένες, πυρετωδώς και τα μακριά, μεγάλα, χρυσά σκουλαρίκια τους –που είχαν ένα σχέδιο χαρακτηριστικά ευμεγέθες, δείγμα κι αυτό της αφθονίας και της καλής ζωής του χωριού τους, που τα ’χε όλα πλούσια και καλά- πήγαιναν κι ερχόταν στ’ αυτιά τους και τους χάιδευαν τα φουσκωτά μάγουλα και τους αφράτους λαιμούς.

Το πρωί της ημέρας του γάμου, αξημέρωτα, σηκωνόταν η νύφη, που απορώ ακόμα και τώρα το πώς έφτανε τόσο όμορφη και φρέσκια στην εκκλησία τελικά κι ύστερα χόρευε ασταμάτητα κι  όλη τη νύχτα, ακμαία και γελαστή, αφού είχε υποστεί τόσους κόπους και τόσες ταλαιπωρίες όλες τις προηγούμενες μέρες, με αποκορύφωμα την ίδια μέρα του μυστηρίου!

Σηκωνόταν λοιπόν και ξεκινούσε με μια-δυο φιλενάδες για να πάει να κάμει το «κάλεσμα»!

Ναι…  Ναι, σωστά τ’ ακούσατε…  Μόνη της έπρεπε να φέρει βόλτα το χωριό και να φτάσει κι ίσαμε τ’ Αγρελωπό ακόμα, για να καλέσει στο γάμο της όλα τα σπιτικά και τις φαμελιές των συγχωριανών της!

Φαντάσου ταλαιπωρία και κούραση τα ποδαράκια της, μέσα σ’ αυτούς τους αγροτικούς χωματόδρομους, τις ανηφοριές και τις κατηφοριές!

Γωνιά δεν άφηνε όμως αγύριστη και γειτονιά ακάλεστη!

Κι όταν πια το απόγευμα γύριζε φορτωμένη ευχές και κατευόδια, τότε έπρεπε να λουστεί, να φρεσκαριστεί και ν’ αρχίσει η διαδικασία του στολισμού της από τις φιλενάδες της κι όλες τις ελεύθερες κοπέλες που ’χαν καταφθάσει ομορφοντυμένες και πρόσχαρες για να τη ντύσουνε και να γράψουνε τα’ όνομά τους κάτω από το γοβάκι της.

Μη σου τύχαινε να πας σε τέτοιο γεγονός χωρίς να ’χεις δυο-τρία μαντήλια μέσα στη τσάντα σου…

Τι να σου κάμει το ένα μαντηλάκι;  Τι να σου κάμουνε τα δύο;  Κι όσο πιο πολλά τα δάκρια κι οι αναστεναγμοί, τόσο πιο επιτυχημένα εθεωρούντο τα τετράστιχα που είχαν μελοποιηθεί για την περίσταση στον χαρακτηριστικό ρυθμό, που έμοιαζε από μόνος του λυγμός και μοιρολόι θρηνητικό κι ανατριχιαστικό.

«Δυο ποτηράκια του ρακιού – εγώ ’στειλα στα ξένα – να πίνει ο πατέρας σου – να μη κλαίει για σένα».

Ή «ένα καράβι που περνά – άκουγε πώς σφυρίζει – στη γέφυρα ο κύρης σου – για λόγου σου δακρύζει».

Γιατί, τύχαινε να παντρεύεται ο γιος, ή η θυγατέρα, μα ο πατέρας να μην είναι στο γάμο, υποχρεωμένος να ταξιδεύει μήνες και χρόνια, για να στείλει τ’ απαραίτητα για τις χαρές του παιδιού του.

Κι ήταν φορές, που συνέβαινε να παντρευτεί το μοναχοπαίδι κι ύστερα από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια ξενητεμού, να γυρίζει ο γονιός από το μπάρκο, ή από την Αμερική και σε εννιά μήνες μάνα και κόρη να γεννούν μαζί, η μια το πρώτο της κι η άλλη το δεύτερο!

Αφού λοιπόν χόρταιναν το κλάμα, εκτόνωναν όλη την ένταση και την κούραση των ημερών σ’ αναστεναγμούς κι αναφιλητά ανακουφιστικά στο σπίτι της νύφης μα και στου γαμπρού, όπου έντυναν τους υποψήφιους με την πρέπουσα ιεροτελεστία, τότε έφταναν τα όργανα για να τους συνοδέψουν στην εκκλησία, πρώτα τον γαμπρό κι ύστερα τη νύφη.

Στο δρόμο τους συνόδευε όλο το χωριό!  Σόγια βλέπεις μεταξύ τους, κουμπαριά, συμπεθεριά και συγγενολόγια οι πιο πολλοί.

Τι να τους κάμεις τότε τους στολισμούς και τις φωταψίες στην εκκλησία;

Η χαρά, η εγκαρδιότητα κι η ολοφάνερη αγάπη ήταν που ’διναν την έμφαση και τη λαμπρότητα στο μυστήριο!

Οκάδες τα ρύζια και τα κουφέτα, έπεφταν βροχή στον Ησαΐα.!

Έπεφτε και κανένα κουφέτο στο «δοξαπατρί» του παππά κι έβαζε τις φωνές απειλώντας να σταματήσει το μυστήριο και πάνω στα μάρμαρα στρώμα έκαναν τα ροδοπέταλα!

Κι ύστερα έπιανες σειρά στην ουρά για να «φιλήσεις».

Να φιλήσεις το στεφάνι στα νιόγαμπρα και να δωρίσεις και το κατιτί σου, που έπρεπε να ’ναι χρυσό για το καλό και για το γούρι και…για να κάμεις και «το κομμάτι σου»!

Όταν η νύφη έβγαινε από την εκκλησιά, θαρρούσε κανείς πως έβγαινε η Παναγιά με τα τάματα…!  Τόσες λίρες και πεντόλιρα ήτανε κρεμασμένα απάνω της!

Ύστερα η πομπή κατηφόριζε προς το λιμάνι.

Εκεί ο καφενές είχε διαμορφωθεί κατάλληλα κι είχε στολιστεί για να δεχτεί το πλήθος των καλεσμένων που θα γλεντούσαν μέχρι πρωίας, τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας συρτούς και μπάλους, «κολλώντας»δολάρια και χάρτινες εγγλέζικες στα όργανα για να…  ξεκουράζονται  και να παίζουν  ασταμάτητα .

Εμείς, το παιδομάνι, αφού χορταίναμε καλά-καλά μπουκώνοντας στο στόμα μας φουχτιές τα κεφτεδάκια πριν καθίσουν οι άλλοι στα τραπέζια, ύστερα φέρναμε τις βόλτες μας, βαστώντας την ουρά της νύφης ή το χέρι του τελευταίου στον γύρο των ορχούμενων και μετά, κάθιδρα και πλανταγμένα, αρχίζαμε τη γκρίνια.

–  «Νυστάζω…  Νυστάζω…  Θέλω να πέσω…  Πάμε να φύγομε…» και τρίβαμε τα μάτια μας με τις μικρές μας γροθιές για να διώξουμε τη νύστα.

Ποιος άφηνε όμως το γλέντι για να πάει να μας βάλει στο κρεβάτι;

Ήταν βλέπεις κι οι μαμάδες μας κοπελιές κι οι μπαμπάδες μας παλικάρια ακόμα και τον τράβαγε η καρδούλα τους τον χορό και το ξενύχτι.

Μας μάζευαν λοιπόν κάτι γριές γιαγιάδες –τα λαδικά που λέει κι ο Παπαδιαμάντης- ένα τσούρμο μισοκοιμισμένα παιδόπουλα και μας πήγαιναν σ’ ένα από τα παραδιπλανά σπίτια, για να μας κοιμίσουν κι έτσι να ησυχάσουν κι οι γλεντοκόποι από τις φωνές και τη γκρίνια μας.

Μα έλα που το βραδινό αγεράκι καθ’ οδόν μας φρεσκάριζε και μόλις πέφταμε όλοι μαζί στο κρεβάτι, ο ύπνος μας έκαμνε φτερά κι εμείς ξαναβρίσκαμε τη φόρμα μας κι αρχίζαμε τον μαξιλαροπόλεμο και την ομαδική τραμπάλα στους σομιέδες!

Τι να κάμουν κι οι γριούλες, το ’παιρναν απόφαση και μας άφηναν ανενόχλητα να ωρυόμαστε.

Κάθιζαν γύρω-γύρω κι αυτές και ξόμπλιαζαν τα του γάμου, χασμουριόταν δυνατά και καμιά φορά άφηναν και κανέναν… «ηχηρό» για ν’ ανακουφίζονται από τη βαρυστομαχιά.

Εμείς πια…να κατουριόμαστε από τα γέλια και να ξεφωνίζουμε με αλαλαγμούς!

Τη νύφη και τον γαμπρό, τα ξημερώματα τους συνόδευαν όλοι με τα όργανα στο σπίτι τους, μα εμείς τότε είχαμε ήδη αποκοιμηθεί και χαμπάρι δεν παίρναμε.

Έτσι λοιπόν έχουν παραμείνει στη μνήμη μου εκείνοι οι γάμοι της Λαγκάδας και πολύ φοβούμαι πως η βιαστική περιγραφή μου έχει αδικήσει κατά πολύ την πραγματικότητα.

Υ.Γ. Η οικογενειακή φωτογραφία είναι από τον γάμο της πρώτης μου εξαδέλφης της Ξενιώς. Το δίσκο με τα στέφανα-τιμητικό καθήκον- τον κρατώ  με πολύ καμάρι !

Τα βίντεο είναι από την παρουσίαση του βιβλίου όπου η Χιακή Ένωση Ελευσίνος αναπαράστησε τον Λαγκαδούσικο γάμο με το χορευτικό της τμήμα.

(Απόσπασμα από το βιβλίο μου:ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ εκδόσεις Λεξίτυπον 2014).

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.  

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.